πρωτουργός

πρωτουργός
ο
1) см. πρωταίτιος; 2) первый создатель, творец (чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πρωτουργός" в других словарях:

  • πρωτουργός — primary masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργός — ό / πρωτουργός, όν, ΝΑ αυτός που πρώτος δημιουργεί ή δημιούργησε κάτι, που πρώτος κάνει ή έκανε κάτι, ο πρωτεργάτης νεοελλ. συνεκδ. ο πρώτος αίτιος, ο πρωταίτιος αρχ. αρχικός, αρχέγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ουργός*] …   Dictionary of Greek

  • πρωτουργόν — πρωτουργός primary masc/fem acc sg πρωτουργός primary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργοῖς — πρωτουργός primary masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργοί — πρωτουργός primary masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργοῦ — πρωτουργός primary masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργούς — πρωτουργός primary masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργά — πρωτουργός primary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργῶν — πρωτουργός primary masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργῶς — πρωτουργός primary adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτουργῷ — πρωτουργός primary masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»